- εντεκάμηνος
- -η, -ο1. που έχει ηλικία ή διάρκεια έντεκα μηνών.2. το ουδ. ως ουσ., εντεκάμηνο χρονική περίοδος έντεκα μηνών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.